Bruce Clark, Δύο φορές ξένος: Οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία (Granta Books, London 2006· Ελληνική μετάφραση Βίκη Ποταμιάνου, Εκδόσεις Ποταμός, 2007)
Ο παλιός φίλος μου Bruce Clark είναι Βρετανός δημοσιογράφος που γράφει τακτικά για The Economist. Επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα και μάλιστα έχει γίνει δεκτός στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Τον συνάντησα για πρώτη φορά στη κωμόπολη Λίμνη όπου μένω, στην Εύβοια. Για να φτάσεις στη Λίμνη από την Αθήνα οδηγείς μέσω του χωριού Προκόπι, όπου ένα πλήθος Ελλήνων Καππαδόκων εγκαταστάθηκε τη δεκαετία του 1920. Σύντομα έχτισαν εκεί μια μεγάλη εκκλησία για να φυλάξουν τα λείψανα του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου που είχαν φέρει μαζί τους από την πατρίδα τους. Προσελκύει πλήθος προσκυνητών στο πανυγήρι του στις 27 Μαΐου, ειδικά Ρώσους, και τσιγγάνους που έρχονται να βαφτίσουν τα μωρά τους σε μια μαζική τελετή. Αυτό αποτελεί υλικό για ένα άλλο blog. Αλλά ήταν χάρις στο Προκόπι που μου γεννήθηκε το ενδιαφέρον για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στα 1922-24. Οσο για το Bruce, το δικό του ενδιαφέρον άρχισε όταν «ταξίδευε στη Βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη – εκεί κατάλαβα ότι ήταν αδύνατο να κατανοήσεις την κοινωνική πραγματικότητα αυτής της περιοχής χωρίς να γνωρίζεις ότι τα δύο τρίτα του σημερινού πληθυσμού έχουν στην πραγματικότητα ρίζες σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου» – όπως με πληροφόρησε σε ένα e-mail που μου έστειλε ενώ έγραφα αυτό το blog.
Έπειτα από μεγάλη επιτόπια και αρχειακή έρευνα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, ο Bruce δημοσίευσε το 2006 το βιβλίο του Twice a stranger: How mass expulsion forged modern Greece and Turkey. Μεταφράστηκε αμέσως στα ελληνικά το 2007 ως Δύο φορές ξένος και στα τουρκικά το 2008 ως İki Kere Yabancı. Με ευγένεια μου έδωσε ένα αντίτυπο τότε, όμως μόλις τώρα κατάφερα να το διαβάσω. Νιώθω την ανάγκη να εξοικειωθώ με όλη την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων όχι μόνο λόγω των τρέχοντων εντάσεων στην ανατολική Μεσόγειο ή επειδή πλησιάζει σύντομα η συνέντευξή μου για την ελληνική ιθαγένεια, αλλά και εξαιτίας των δύο επικείμενων (δισ)εκατονταετών επετείων, της ελληνικής εξέγερσης του 1821 από τη μια και της λήξης της ελληνικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία το 1922 και της καταστροφής της Σμύρνης από την άλλη.
Έχοντας υπόψιν τα ενδιαφέροντα του MOHA ενόσω διάβαζα, τράβηξαν την προσοχή μου τα αποσπάσματα στα οποία ο Bruce περιγράφει τις γενικώς αρκετά θετικές σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων Χριστιανών και των Ελλήνων Μουσουλμάνων στην Ελλάδα πριν από την ανταλλαγή – οι οποίες βέβαια έκαναν την ανταλλαγή πολύ πιο οδυνηρή. Μεγάλο μέρος του υλικού του προέρχεται από τη βόρεια Ελλάδα, καθώς εκεί ζούσαν υπολογίσιμοι πληθυσμοί Μουσουλμάνων – εξάλλου η βόρεια Ελλάδα βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1912. Όταν έφυγαν, τα σπίτια και τα χωράφια τους καταλήφθηκαν από τους Χριστιανούς εκδιωγμένους από τη Μικρά Ασία – ή όσους επέζησαν από το τραυματικό ταξίδι στην εξορία.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Μακεδονική πόλη της Δράμας: 11.000 Μουσουλμάνοι κάτοικοι το 1911 και 2500 Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, οι Μουσουλμάνοι αντικαταστάθηκαν από Έλληνες Ορθοδόξους – όμως συχνά αποκλειστικά τουρκόφωνους – Χριστιανούς από τη Σαμψούντα στη Μαύρη Θάλασσα. Άλλοι έφτασαν στη Δράμα από την Ανατολική Θράκη σε μια «σιωπηλή, φρικαλέα πορεία» που τεκμηριώθηκε από τον Ernest Hemingway για το Daily Star του Τορόντο (βλ. τις δυνατές αναγγελίες του στο By-line: Ernest Hemingway, 1967). Οι Πόντιοι «Έλληνες» (που δεν ταυτοποιόντουσαν απαραιτήτως όλοι έτσι) της Σαμψούντας καλλιεργούσαν με επιτυχία τον καπνό, και όταν εγκαταστάθηκαν στη Δράμα, ενασχολήθηκαν με την ίδια τέχνη.
Εάν οι κάτοικοι της ανεξάρτητης Ελλάδας εργάζονταν σκληρά για να διαμορφώσουν τη νέα εθνική τους ταυτότητα κατά τον 19ο αιώνα, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής που οι Έλληνες ακόμη προτιμούν να αποκαλούν «Μικρά Ασία» ξεκίνησαν αργότερα. Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ήταν αυτός που, όπως υποδηλώνει το προσωνύμιό του, προώθησε αποφασιστικά τη διαδικασία της τουρκοποίησης.

Έτσι, στη Λωζάνη το 1923, εξακολουθούσε να έχει νόημα το να καταστεί η θρησκεία – όχι η γλώσσα, πόσο μάλλον η εθνικότητα – το κύριο αναγνωριστικό χαρακτηριστικό. Ο Bruce παραθέτει από τον Αμερικανό γιατρό Esther Lovejoy την περιγραφή του Κρητικού Ρεθύμνου την ίδια χρονιά: ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι να συσσωρεύονται στην πόλη, αναζητώντας καταφύγιο από Χριστιανούς συγχωριανούς τους εξοργισμένους από την Μικρασιατική εκστρατεία, και να συναντούν στην προκυμαία τουρκόφωνους Χριστιανούς πρόσφυγες που μόλις είχαν καταφτάσει. «Ως μέρος της “εκκαθάρισης” της Ελλάδας», σχολιάζει ο Bruce, «τουρκόφωνοι έπλεαν προς την Ελλάδα και ελληνόφωνοι επρόκειτο να αποβληθούν από την Ελλάδα». Μερικοί Κρητικοί Μουσουλμάνοι αποζήτησαν ακόμη και το βάπτισμα για να μπορέσουν να παραμείνουν, αλλά η Αθήνα αντιστάθηκε σε αυτό το στρατήγημα.
Από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 έως το 1924 σε ορισμένα μέρη, σημαντικοί και μακροχρονίως εγκατεστημένοι ελληνόφωνοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί συνέχισαν να συνυπάρχουν με Χριστιανούς και Εβραίους στην υπό ελληνική πλέον διοίκηση Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μουσουλμανικές οικογένειες ήταν υποχρεωμένες να παραδώσουν ένα μέρος του σπιτιού τους σε νεοφερμένους πρόσφυγες και να συνυπάρχουν μαζί τους, δίπλα-δίπλα, μέχρι να διευθετηθεί η μεταφορά στην Τουρκία. Όμως, η αδυναμία του ξεπεσμένου ελληνικού κράτους να υποστηρίξει τις αφίξεις από τη Μικρά Ασία επί μακρόν κατέστησε την αποχώρηση των Μουσουλμάνων επείγουσα – συνήθως δια θαλάσσης είτε από τη Θεσσαλονίκη είτε από την Καβάλα. Ο ξεριζωμός ήταν ιδιαίτερα οδυνηρός γιατί στη βόρεια Ελλάδα, όπως στην Κρήτη, πολλοί από τους Μουσουλμάνους είχαν προσηλυτιστεί μόλις πρόσφατα, κατά τον 19ο αιώνα. Εξακολουθούσαν να διατηρούν τις χριστιανικές τους συνήθειες, συχνά υπό την κάλυψη του μπεκτασισμού (σέκτα του σουφισμού) ή κατά κάποιον παρόμοιο τρόπο με τους κρυπτο-Χριστιανούς του Πόντου. Αλλά και πάλι, οι προσηλυτισμοί στον Χριστιανισμό της τελευταίας στιγμής δεν υποστηρίχθηκαν από τις αρχές.
Στο βιβλίο του, ο Bruce καταγράφει τη συνέντευξη με μια αδελφή και έναν αδελφό στα Γρεβενά, που γεννήθηκαν το 1910 και το 1915 αντίστοιχα. Η Ελευθερία του είπε:
Θυμάμαι ακόμα την εποχή πριν οι Μουσουλμάνοι φύγουν από την πόλη μας το 1924. Μιλούσαν ελληνικά και έκαναν τις ίδιες δουλειές με εμάς, ήταν μικροί έμποροι ή καταστηματάρχες ή αλλού κτηνοτρόφοι αιγοπροβάτων. Θυμάμαι την ημέρα που έφυγαν. Κάποιοι φίλησαν τη γη, μερικοί πήραν μαζί τους δοχεία με χώμα. Ήταν αξιοπρεπείς τύποι. Οι άνδρες τους παρευρίσκονταν στις κηδείες μας και ανταλλάζαμε φαγόσιμα δώρα στις γιορτές ο ένας του άλλου. Έλεγαν ευγενικά ότι θα δέχονταν κάθε φαγητό που τους δίναμε, αρκεί να μην ήταν χοιρινό. Ήταν κανονικοί άνθρωποι και έκλαιγαν όταν μας άφησαν…
Ενώ ο Αθανάσιος:
Οι πρόσφυγες που ήρθαν να ζήσουν ανάμεσά μας φαίνονταν αρκετά παράξενοι στην αρχή. Μιλούσαν τούρκικα ή μια ελληνική διάλεκτο που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, και το φαγητό και τα ρούχα και οι τρόποι τους ήταν διαφορετικοί. Εμείς ήμασταν βοσκοί στα βουνά, αυτοί κρατούσαν μοσχάρια και έφτιαχναν γιαούρτι. Έφτιαχναν λαχανόκηπους και καλλιεργούσαν ντομάτες και πιπεριές και όλα τα είδη των ζαρζαβατικών, και μας δίδαξαν νέα πράγματα για τη μαγειρική. Αλλά στο τέλος, ήταν Έλληνες σαν εμάς, ήταν υποχρέωσή μας να τους βοηθήσουμε και αποδεχτήκαμε ο ένας τον άλλον. Μετά από μια ή περισσότερες γενιές, εμείς οι ντόπιοι αρχίσαμε να παντρευόμαστε με τους πρόσφυγες. Όσο για τους Μουσουλμάνους που έφυγαν, αυτή ήταν άλλη ιστορία. Ήταν Τούρκοι και ήταν αναπόφευκτο να φύγουν.
Η ψυχολογική σύγχυση που προκλήθηκε από αυτόν τον ξεριζωμό των κοινοτήτων που είχαν ζήσει από καιρό συνυφασμένες, αποτυπώνεται σε μια ιστορία από την Κοζάνη για μια μικροσκοπική, αλλά δυναμική και θεοσεβή γιαγιά που «ετοιμαζόταν δραστήρια για μια θεία λειτουργία που επρόκειτο να τελέσει ο ντόπιος ιερέας κατόπιν αιτήματός της. Μόνο την τελευταία στιγμή αποκαλύπτει στον ιερέα τους λόγους για τους οποίους ζήτησε αυτές τις ειδικές προσευχές: τόσο για τους Χριστιανούς πρόσφυγες που έφταναν στην περιοχή από την Ανατολία, όσο και “για τους άλλους, γι’ αυτούς που φεύγουν”. Αρχικά ο ιερέας αντιτίθεται: “Για τους Τούρκους; Μα είναι αντίχριστοι!” Για μια στιγμή, η ευσεβής γυναίκα διστάζει: “Εννοείς πως δεν είναι σωστό;” Αλλά τότε ο ιερέας, εντυπωσιασμένος από την ειλικρίνεια της γυναίκας, αλλάζει γνώμη. “Ο Θεός είναι για όλους – για τους Χριστιανούς, αλλά και για τους αντίχριστους…”»
Με άλλα λόγια, τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα όσο ορισμένοι εθνικιστές ιστορικοί και από τις δύο πλευρές θέλουν να ισχυρίζονται. Ενίοτε ήταν δυσκολότερο για τους ντόπιους Έλληνες να συσχετιστούν με τους νέους Ανατολίτες γείτονές τους, παρά την κοινή τους πίστη, απ’ ότι με τους παλιούς Μουσουλμάνους συγχωριανούς τους. Και εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικοί μουσουλμανικοί πληθυσμοί στη Θράκη, αν και οι Χριστιανοί υποχρεώθηκαν σε μεγάλο βαθμό να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη παρά την προστασία που τους προσέφερε η Συνθήκη της Λωζάνης. Πιθανώς ολίγοι θα αμφισβητούσαν σήμερα ότι, παρά τη βαρβαρότητα της εμπειρίας, η ανταλλαγή βοήθησε εξίσου την Ελλάδα και την Τουρκία (χώρια των Κούρδων) να γίνουν έθνη με περισσότερη συνοχή και αυτοπεποίθηση και να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους όταν ο Βενιζέλος και ο Ατατούρκ συναντήθηκαν το 1930. Αλλά οι Μουσουλμάνοι της Θράκης αποτελούν επίσης απόδειξη ότι η συνύπαρξη είναι ακόμα δυνατή, παρά τις προσπάθειες των πολιτικών να δημιουργήσουν προβλήματα προκειμένου να διευκολύνουν τα εθνικιστικά τους σχέδια.
Garth Fowden
Αθήνα 15.11.20
Ο Garth Fowden είναι ιστορικός. Το 2013 έγινε ο πρώτος κάτοχος της έδρας Sultan Qaboos Αβρααμικών Θρησκειών στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.