Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας είναι ένα από τα κλασικά “Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου”. Υπήρξε ακόμη μεγάλο τουριστικό αξιοθέατο των μεσαιωνικών χρόνων και επισκέψιμο από πολλούς ταξιδιώτες της πόλης, που εντυπωσιάζονταν από το μέγεθος του.
Ο φάρος κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. “Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Α΄ και του γιου του, Πτολεμαίου Β΄ Φιλαδέλφου (285-246 π.Χ.), η Αλεξάνδρεια εξελίχθηκε σε μια σπουδαία πόλη.” Το ύψος, η μορφή και η πολυλειτουργία του φάρου, που βρισκόταν στο μικρό νησί Φάρος έξω από την ακτή της πόλης, κατάφερναν πάντα να εντυπωσιάζουν τους επισκέπτες της.

Άνθρωποι απ’ όλο τον ισλαμικό κόσμο θαύμασαν ιδιαίτερα, επισκέφτηκαν συχνά και περιέγραψαν τον φάρο. Εν μέρει αυτό μπορεί να οφείλεται στο μεγάλο του μέγεθος, αλλά ίσως και στο ενδιαφέρον για την τεχνολογία του, για παράδειγμα τη λειτουργία των καθρεφτών του. Ενώ οι προ-ισλαμικές λογοτεχνικές περιγραφές του φάρου είναι σπάνιες, οι μουσουλμάνοι συγγραφείς παρέχουν, μαζί με διάφορους θρύλους, πολύτιμες αναφορές της σύνθεσής του καθ’ όλη τη μεσαιωνική περίοδο.
Ορισμένοι ταξιδιώτες της Ανδαλουσίας του 12ου αιώνα άφησαν αξιόλογες εκθέσεις του φάρου, όπως ο Ibn Jubair, ο Abu Hamid Al-Gharnati και ο Yousif Ibn al-Shaikh Al-Balawi, λίγο πριν “καταστραφεί από σεισμούς μεταξύ 956 και 1323”. Σύμφωνα με το έργο Αλεξάνδρεια: η πόλη της δυτικής νόησης του Θεόδωρου Βρεττού, ο Φάρος πιθανότατα έφτασε στη μοιραία καταστροφή του στον σεισμό του 1365 μ.Χ. Οι υπέροχοι πλίνθοι γρανίτη και μαρμάρου που έπεσαν στο λιμάνι παρεμπόδιζαν τη ναυτιλία για σχεδόν εκατό χρόνια, ωσότου ένα κανάλι καθαριστεί από τα μεγαλύτερα κομμάτια. Μέχρι το 1480, η βάση του πύργου διακρινόταν ακόμα από το Επταστάδιον. Λίγο αργότερα, ο σουλτάνος της Αιγύπτου Kait Bey (Qaitbay) έχτισε εκεί φρούριο και κάστρο, χρησιμοποιώντας τη μαρμάρινη βάση του πεσμένου Φάρου για την τοιχοποιία.

Υπάρχουν πολύ διαφορετικές εκτιμίσεις για το ύψος του φάρου. Λόγω των διαφορετικών οπτικών, το μέγεθός του ποικίλλει δραματικά, από 100 ως 200 μέτρα ύψος. Οι υπολογισμοί του μεγέθους του βασίστηκαν κυρίως στις μαρτυρίες των ταξιδιωτών από τον ισλαμικό κόσμο.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους ταξιδιώτες Al-Idrisi και Yusuf Ibn al-Shaikh του 10ου αιώνα “το κτίριο ήταν 300 πόντους ψηλό”. Καθώς η μονάδα μέτρησης του πήχη ποίκιλλε από τόπο σε τόπο, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο Φάρος της Αλεξάνδρειας ήταν από 140 έως 183 μέτρα.
Σύμφωνα με άλλο παράδειγμα, “Οι αραβικές περιγραφές του φάρου είναι αξιοσημείωτα σταθερές, παρότι ο φάρος επισκευάστηκε αρκετές φορές, ειδικά έπειτα από ζημιές που προκλήθηκαν από σεισμό. Το ύψος που αυτές δίνουν ποικίλει μόνο δεκαπέντε τοις εκατό από 103 έως 118 μέτρα, πάνω σε τετράγωνη βάση 30 επί 30 μέτρα. Οι Άραβες συγγραφείς υποδεικνύουν έναν πύργο με τρεις βαθμίδες, τις οποίες περιγράφουν ως τετράγωνη, οκτάγωνη και κυκλική, με ράμπα”.
Γενικά, μοιάζει τεράστιος στα μάτια των ταξιδιωτών εκείνων των εποχών. Όπως μαρτηρά ο Ibn Jubayr, “ανταγωνίζεται τον ουρανό στο ύψος”.
Έχει ειπωθεί ότι είχε υποστεί σοβαρές φθορές από πολλές φυσικές καταστροφές, ώσπου τελικά κατέρρευσε εντελώς, και πως η βάση του παραμένει τμήμα της τοιχοποιίας της ακρόπολης του Qaitbay που χρονολογείται στα τέλη του 15ου αιώνα. Καθιερώθηκε για χρόνια ως ένα από τα αρχαία θαύματα, μαζί με το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού και την υπάρχουσα Μεγάλη Πυραμίδα της Γκίζας.
Για τον Ibn Jubayr, ταξιδιώτη και γεωγράφο του ισλαμικού πολιτισμού, η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ήταν ένα από τα πρώτα μέρη που επισκέφθηκε την άνοιξη του 1183. Αυτό το ταξίδι του άφησε έντονες εντυπώσεις, ειδικά ο φημισμένος γιγαντιαίος φάρος της Αλεξάνδρειας:
“Ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα που είδαμε σε αυτή την πόλη ήταν ο φάρος, τον οποίο ο μεγάλος και ένδοξος Θεός ανήγειρε από τα χέρια εκείνων που αναγκάστηκαν να εργάζονται, ως οδηγό για τους ταξιδιώτες που χωρίς αυτόν δεν μπορούσαν να βρουν την πορεία προς την Αλεξάνδρεια. Είναι διακριτός από περισσότερα από εβδομήντα μίλια, και είναι εξαιρετικά αρχαίος. Είναι χτισμένος έτσι ώστε να φαίνεται από κάθε κατεύθυνση και ανταγωνίζεται στο ύψος τον ουρανό. Η περιγραφή υπολείπεται, τα μάτια αδυνατούν να τον περιλάβουν και τα λόγια είναι ανεπαρκή για να τον περιγράψουν, τόσο απέραντο είναι το θέαμα.”
Ένα καλό παράδειγμα ενός φαινομενικά ακριβούς σχεδίου, που βασίζεται στην προσωπική παρατήρηση, είναι το σκίτσο του διάσημου Φάρου της Αλεξάνδρειας από τον ταξιδιώτη της Ανδαλουσίας Abu Hamid Al-Gharnati. Επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια αρχικά το 1110 και ξανά το 1117. Περιέγραψε τον φάρο ως ένα κτίριο με τρεις βαθμίδες:
“Το πρώτο επίπεδο είναι ένα τετράγωνο χτισμένο πάνω σε μια πλατφόρμα. Το δεύτερο είναι οκταγωνικό και το τρίτο στρογγυλό. Όλα είναι χτισμένα από λαξευμένη πέτρα. Στην κορυφή υπήρχε ένας καθρέφτης κινέζικου σιδήρου πλάτους 7 πήχεων (364 εκατοστά), που χρησίμευε για την παρακολούθηση της κίνησης των πλοίων στην άλλη πλευρά της Μεσογείου. Εάν τα πλοία ανοίκαν σε εχθρούς, τότε οι φρουροί του Φάρου περίμεναν μέχρι να φτάσουν κοντά στην Αλεξάνδρεια και, όταν ο ήλιος άρχιζε να δύει, μετατόπιζαν τον καθρέφτη έτσι ώστε να αντανακλά τον ήλιο και έριχναν το φως στα εχθρικά πλοία για να τα κάψουν στη θάλασσα. Στο κατώτερο τμήμα του Φάρου υπάρχει μια πύλη περίπου 20 πήχεις πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Κάποιος μπορεί να φτάσει σε εκείνη μέσω μιας αψιδοτής πέτρινης ράμπας.”
Εδώ ο Al-Gharnati παραπέμπει τον αναγνώστη σε ένα σκίτσο που έκανε. Αυτό το σχέδιο του Al-Gharnati μπορεί να αποδειχθεί αξιόπιστο υπό το πρίσμα των πρόσφατων ερευνών.

Ο Φάρος ήταν ιδιαίτερα θαυμαστός και συχνά τον επισκέπτονταν και τον περιέγραψαν Άραβες συγγραφείς, πολύ περισσότερο από προγενέστερους Έλληνες/Ρωμαίους, εν μέρει λόγω του μεγάλου μεγέθους του, αλλά ίσως και λόγω του ενδιαφέροντός τους για την τεχνολογία του, για παράδειγμα τη λειτουργία των καθρεφτών του. Η αναφορά στον καθρέφτη κινέζικου σιδήρου δεν είναι φανταστική, αλλά αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι μεσαιωνικοί Άραβες συγγραφείς ήταν οικείοι με τις κινεζικές επιστήμες και τη δημοτικότητα των κινεζικών προϊόντων, ιδιαίτερα με το λεγόμενο «kharsini» στα αραβικά, που σημαίνει «κινέζικο σίδερο», ή ίσως «χάλυβα», από τον οποίο κατασκευάζονταν καθρέφτες. Όσο για τη στρατιωτική χρήση αυτών των κατόπτρων, για το κάψιμο των επιτιθέμενων εχθρών, ιστορίες γι’ αυτό είναι γνωστές από την προ-ισλαμική λογοτεχνία και μπορεί να έχουν παίξει ρόλο στις αραβικές αντιλήψεις για τη λειτουργία του καθρέφτη του Φάρου.
Οι AI-Mas’udi, Al-Suyuti και Al-Maqrizi είναι μερικοί μόνο από τους συγγραφείς που παρουσιάζουν περιεκτικά την Αίγυπτο από την «πριν από την Πλημμύρα» εποχή ως τη σύγχρονή τους. Τα γραπτά τους δείχνουν ένα ευρύ ενδιαφέρον για όλα τα κτίρια και τα καλλιτεχνήματα που είδαν γύρω τους και χρονολογούνται από την αρχαία Αίγυπτο. Οι περιγραφές τους για τον Φάρο της Αλεξάνδρειας, εκ των οποίων λίγες είναι γνωστές στους σύγχρονους αρχαιολόγους, πλησιάζουν πράγματι πολύ κοντά στους πρόσφατους ανασχηματισμούς. Υπάρχει ένας μεγάλος όγκος έργων στους ναούς, μερικά από τα οποία μας δίνουν σαφή και σύγχρονη εικόνα κτιρίων που πλέον έχουν καταστραφεί εντελώς ή μερικώς. Το ενδιαφέρον των μεσαιωνικών Αράβων για την ιστορία και την αρχαιολογία δεν περιορίστηκε μόνο στην Αίγυπτο, αλλά κάλυψε και άλλους αρχαίους πολιτισμούς, πολλά στοιχεία μπορούν να εξακριβωθούν σε αυτούς.
“Ο καθρέφτης καύσης στην κορυφή του Φάρου της Αλεξάνδρειας, πέρα από την καθοδήγηση των πλοίων προς το λιμάνι, είχε δύο επιπλέον λειτουργίες: Πρώτον, εξυπηρετούσε ως σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, που επέτρεπε στους φρουρούς να βλέπουν τα πλοία πολύ πριν την άφιξη τους στην αιγυπτιακή ακτή. Δεύτερον, χρησίμευε ως εργαλείο στις περιπτώσεις που τα πλοία αποδεικνύονταν εχθρικά – κατεύθυναν τον καθρέφτη σε μια συγκεκριμένη γωνία ώστε να αντικατοπτρίζει και να εντείνει τις ακτίνες του ήλιου, και τον εστίαζαν στα εισερχόμενα εχθρικά πλοία, τα οποία έλαμπαν και ξεχώριζαν στη θάλασσα. Ο Ibn Hawqal διαφωνούσε ως προς αυτές τις λειτουργίες του καθρέφτη, και πίστευε ότι ολόκληρη η δομή χρησίμευε ως παρατηρητήριο για τη μελέτη της αστρονομίας.”
“Ένας αστικός φάρος με θόλο στην κορυφή, βαμένος με μια ειδική χημική ουσία, η οποία όταν ο ήλιος βασιλεύει, φωτίζει το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Ούτε ο άνεμος ούτε η βροχή δεν επηρεάζουν αυτό το φως, το οποίο ξεθωριάζει μόνο όταν ο ήλιος λάμπει.”
“Ένας φάρος που πλημμύριζε την πόλη με ένα διαφορετικό, έγχρωμο φως κάθε μέρα της εβδομάδας. Ο φάρος βρισκόταν στη μέση μιας λίμνης με πολύχρωμα ψάρια. Η πόλη προστατευόταν από φρουρούς με ανθρώπινα σώματα και κεφάλια μπαμπουίνων. Σε κοντινή απόσταση, μια ιδιαίτερη, νέα πόλη είχε στο κέντρο της έναν θόλο, πάνω από τον οποίο ένα σύννεφο έβρεχε μόνιμα ελαφρά. Στις πύλες αυτής της πόλης υπήρχαν αγάλματα ιερέων που κρατούσαν κυλίνδρους επιστημονικών έργων, και όποιος ήθελε να μάθει μια επιστήμη πήγαινε στο αντίστοιχο άγαλμα, το χάιδευε με το χέρι του και μετά χάιδευε το δικό του στήθος, μεταφέροντας έτσι τη γνώση της επιστήμης στον εαυτό του. Αυτές οι δύο πόλεις πήραν το όνομά τους από τον Ερμή.” Αυτή είναι σαφώς μια περιγραφή του τι απέμεινε από την Ερμούπολη (Ashmunein), το κέντρο του θεού Thoth/Ερμή, και μια προσπάθεια να εξηγηθούν τα υπόλοιπα μνημεία, βασισμένη στην αρχαία φήμη αυτού του κέντρου.
Συγγραφέας: Cem Nizamoglu
Πηγή: muslimheritage.com
Μετάφραση στα ελληνικά: Ερευνητικό Κέντρο MOHA