Το Παιχνίδι των Βασιλέων

Η ιστορία του σκακιού χάνεται μέσα στα βάθη των αιώνων και στα πέρατα της Ασίας. Πριν χιλιάδες χρόνια, το παιχνίδι ξεπέρασε τα όρια της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτισμών, των εθνοτήτων και των τάξεων, και κατάφερε να κατακτήσει όλο τον κόσμο. 

Χειρόγραφο του 15ου-16ου αιώνα του Divan-e Shamse Tabrizi που απεικονίζει τον Shamse Tabrizi να παίζει σκάκι με έναν νεαρό Πέρση πρίγκιπα

Οι κανόνες και οι κινήσεις του σκακιού είναι τελικά τόσο απλές που κάθε μαθητής μπορεί να τις μάθει. Ο καθένας μαθαίνει επίσης γρήγορα ότι η γνώση απλά των κινήσεων του αξιωματικού ή της βασίλισσας δεν οδηγεί στη νίκη. Αντίθετα, το παιχνίδι περιλαμβάνει διαφυγές, αντιπερισπασμούς και θυσίες. Υπάρχει ένα πάρε-δώσε δυνατοτήτων και περιθώρια για δημιουργικές, απρόσμενες και έξυπνες κινήσεις. Κάθε κίνηση οδηγεί σε ένα διαφορετικό πλέγμα δυνατοτήτων επόμενων κινήσεων, που παρουσιάζουν πλεονεκτήματα, προκλήσεις ή κινδύνους.

Το σκάκι εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ασιατική ήπειρο κατά μήκος των χερσαίων και θαλάσσιων Δρόμων του Μεταξιού, μαζί με το εμπόριο μπαχαρικών και πολυτελών ειδών, και διαδόθηκε μέχρι την Ευρώπη με τις αραβικές κατακτήσεις στα μέσα του 7ου αιώνα. Και ενώ έγινε ιδιαίτερα αγαπητό στις βασιλικές αυλές των Αββασίδων χαλίφηδων της Βαγδάτης και των Κινέζων αυτοκρατόρων της Δυναστείας των Τανγκ, δεν ήταν πάντοτε και παντού ευπρόσδεκτο. Η Ανατολική Εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασε το σκάκι ως μορφή τζόγου το 680 και ο βασιλιάς της Αιγύπτου al-Hakim διέταξε την καύση όλων των σκακιέρων το 1005.Φαίνεται πως το παιχνίδι εφευρέθηκε στην Ινδία, καθώς η αρχαία ονομασία του “chatrang” (από το σανσκριτικό chaturanga = τέσσερις μεραρχίες), περιγράφει τα τέσσερα τμήματα ενός πρώιμου ινδικού στρατού: πεζικό, ιππικό, ελέφαντες και άρματα. Ο θρύλος μάλιστα λέει ότι όταν ο νεότερος πρίγκιπας της αυτοκρατορίας Γκούπα σκοτώθηκε στη μάχη, ο αδερφός του το επινόησε αναπαριστώντας τη σκηνή στην πενθούσα μητέρα τους. Ωστόσο, τα πρώτα αρχαιολογικά ευρύματα που σχετίζονται με το παιχνίδι, επτά μικρές, σκαλιστές φιγούρες, βρέθηκαν στην πόλη Σαμαρκάντ του Ουζμπεκιστάν.

Οι χαλίφηδες ήταν οι ίδιοι δεινοί  παίκτες. Λέγεται ότι ο χαλίφης Harun al-Rashid διεξήγαγε αγώνα σκακιού διά αλληλογραφίας με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο γύρω στο 800, αλλά ότι οι δύο απομακρύνθηκαν – και μάλιστα άρχισαν πραγματικό πόλεμο – όταν ξεκίνησε μια διαφωνία πάνω στην παρτίδα. Ο διάδοχος του Harun, ο γιος του al-Amin (που πέθανε το 813), απεικονίζεται σε μια φημολογούμενη ιστορία: Σε ένα κρίσιμο σημείο της πολιορκίας της Βαγδάτης από δυνάμεις πιστές στον ετεροθαλή αδελφό του al-Ma’mun, ο al-Amin έλαβε ένα μήνυμα κατά τη διάρκεια μιας παρτίδας σκακιού. Η κατάληψη της Βαγδάτης ήταν επικείμενη, είπε ο αγγελιοφόρος, συμβουλεύοντας τον πως δεν ήταν ώρα να παίξει σκάκι, αλλά να κοιτάξει την άμυνα της πόλης. Ο al-Amin είπε στον αγγελιοφόρο να είναι υπομονετικός. Του έμεναν μόνο μερικές κινήσεις για να αποκτήσει τον έλεγχο του αντιπάλου του. Δεν είναι γνωστό πώς τελείωσε το παιχνίδι του σκακιού, αλλά ο Al-Amin κατακτήθηκε και πλήρωσε τη συγκέντρωσή του με τη ζωή του.

Χριστιανός και μουσουλμάνος παίζουν σκάκι (12ος-14ος αιώνας)

 Τον 10ο και τον 11ο αιώνα, το σκάκι εξαπλώθηκε προς τη Ρωσία και τη Σκανδιναβία από τη Μέση Ανατολή με το παραποτάμιο εμπόριο του Βόλγα. Το αρχαιότερο σκάκι που ανασύρθηκε από αρχαιολόγους σε ευρωπαϊκό έδαφος, προέρχεται από τη Σκανδιναβία. Λίγο αργότερα, το σκάκι μεταφέρθηκε στην Ιταλία, κατά την εποχή πολλών επαφών και συγκρούσεων μεταξύ των μουσουλμάνων, των Βυζαντινών και των εισβολέων Νορμανδών.

 Στη διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη, το σκάκι παιζόταν περισσότερο από οποτεδήποτε στο παρελθόν ή στο μέλλον. Μεταξύ των ανώτερων τάξεων, το παιχνίδι ήταν ένα είδος μανίας – κάθε καλλιεργημένος άνδρας ή γυναίκα αναμενόταν να γνωρίζει τους κανόνες του. Οι βασιλιάδες και οι ευγενείς έπαιζαν στους κήπους τους, οι έμποροι στις επιχειρήσεις τους. Οι ιεράρχες της εκκλησίας έπαιζαν εξίσου. Το σκάκι εισέβαλε και στα έργα τέχνης της εποχής, αποτυπωμένο σε ψηφιδωτά δάπεδα, παράθυρα από βιτρό και διαφωτιστικά χειρόγραφα. Στις αρχές του 15ου αιώνα, το σκάκι ήταν παντού στην Ευρώπη και την Ασία.

Καθώς το σκάκι εγκαταστάθηκε σε νέους τόπους, οι γενικοί κανόνες παρέμειναν σχεδόν ίδιοι, όμως οι μορφές των πιονιών άλλαξαν ποικιλοτρόπως. Μεταξύ των νομάδων της Κεντρικής Ασίας, η καμήλα αντικατέστησε τον ελέφαντα. Μεταξύ των Θιβετιανών, το λιοντάρι αντικατέστησε τον βασιλιά και η τίγρης τον βεζίρη. Στην Ευρώπη, η βασίλισσα αντικατέστησε τον βεζίρη και ο επίσκοπος τον ελέφαντα. Παράλληλα, ο περσικός όρος shah (=σάχης) για τη φιγούρα του βασιλιά μεταφέρθηκε σε διάφορες γλώσσες ως το όνομα του ίδιου του παιχνιδιού, το ιταλικό scacchi, το ολλανδικό schaakspiel, το γερμανικό Schachspiel, το ελληνικό σκάκι και το αγγλικό chess.

Στην εποχή μας, η αληθινή κληρονομιά του παιχνιδιού που πάντα ξεπερνούσε τα όρια, είναι ορατή στο διαδίκτυο. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, μπορεί κανείς να παίξει εναντίον εκατοντάδων αντιπάλων που βρίσκονται σε αναμονή, κανείς από τους οποίους δε θα γνωρίζει το όνομα, τη θρησκεία, την ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα ή τη θέση του αντιπάλου του στον κόσμο. Ωστόσο, η λαχτάρα της μάχης, ο αγώνας για την κατανόηση της ψυχολογίας του αντιπάλου, για διαφυγή των αντιπερισπασμών και των τεχνασμάτων, παραμένουν τόσο ζωντανά και προκαλούν τέτοια ικανοποίηση όση ήταν και όταν οι έμποροι κι οι στρατιώτες μετέφεραν για πρώτη φορά το παιχνίδι μακρυά από την γενέτειρά του, κάπου στην Ινδία ή στη Νότια Ασία, πριν από περίπου 14 αιώνες.